Ο ανοιχτός βοτάλειος πόρος είναι μία σπάνια συγγενής καρδιοπάθεια. Αναφέρεται σε ένα άνοιγμα που παραμένει ανοιχτό μεταξύ δύο μεγάλων αιμοφόρων αγγείων της καρδιάς, της αορτής και της πνευμονικής αρτηρίας, μετά τη γέννηση.
Εάν ο πόρος δεν κλείσει μετά τη γέννηση, παραμένει ανοιχτός και επιτρέπει τη ροή αίματος από την αορτή (που μεταφέρει το οξυγονωμένο αίμα από την καρδιά στο υπόλοιπο σώμα) στην πνευμονική αρτηρία (που μεταφέρει το αίμα στους πνεύμονες). Αυτή η ανωμαλία μπορεί να προκαλέσει αυξημένη ροή αίματος στους πνεύμονες και καρδιολογικά προβλήματα.
Συμπτώματα
Σε ήπιες περιπτώσεις, ο ανοιχτός βοτάλειος πόρος μπορεί να μην προκαλεί εμφανή συμπτώματα και μπορεί να εντοπιστεί τυχαία κατά τη διάρκεια ελέγχων για άλλες καταστάσεις. Ωστόσο, σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν:
- Δύσπνοια και κόπωση, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της σωματικής άσκησης.
- Ταχυκαρδία (γρήγορος καρδιακός ρυθμός).
- Καθυστερημένη ανάπτυξη στα βρέφη.
- Καρδιολογικό θρόισμα (murmur) που μπορεί να ακουστεί κατά την ακρόαση της καρδιάς.
- Πρησμένα πόδια ή οιδήματα, σε σοβαρές περιπτώσεις.
Διάγνωση
Η διάγνωση του ανοιχτού βοτάλειου πόρου μπορεί να γίνει με:
- Ηχοκαρδιογράφημα: Ο πιο κοινός και ακριβής τρόπος διάγνωσης. Το ηχοκαρδιογράφημα μπορεί να απεικονίσει την ύπαρξη του ανοιχτού πόρου και την κατεύθυνση της ροής του αίματος.
- Ακρόαση του χαρακτηριστικού θροϊσματος από την ανώμαλη ροή του αίματος μέσω του ανοιχτού πόρου.
- Ακτινογραφία θώρακα: Μπορεί να δείξει αύξηση της ροής αίματος στους πνεύμονες ή διόγκωση της καρδιάς.
- Ηλεκτροκαρδιογράφημα (ECG): Χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της ηλεκτρικής δραστηριότητας της καρδιάς και για την ανίχνευση τυχόν αρρυθμιών.
Θεραπεία
Η θεραπεία εξαρτάται από το μέγεθος του ανοιχτού πόρου και τα συμπτώματα του ασθενούς. Αν ο πόρος δεν κλείσει με τη φαρμακευτική αγωγή, τότε η πάθηση οδηγεί σε επιβάρυνση της αριστερής καρδιάς και διάταση της αριστερής κοιλίας.
Η θεραπεία είναι η διαδερμική σύγκλειση του βοτάλειου πόρου, με τη χρήση ειδικών συσκευών που αποφράσσουν το σημείο διαφυγής.
Κατά την επέμβαση, ο Επεμβατικός Καρδιολόγος με καθετήρα που εισέρχεται από τη φλέβα ή από την αρτηρία, οδηγεί ένα σύρμα στο σημείο του βοτάλειου πόρου. Στο σημείο αυτό εκπτύσσονται από τον καθετήρα ειδικές «ομπρελίτσες» (όπως στη σύγκλειση ωτίου) που αποφράσσουν τον ανοιχτό βοτάλειο πόρο.
Η παραμονή στην κλινική έχει διάρκεια μιας ημέρας.
Η επικινδυνότητα της επέμβασης είναι κάτω του 1%, δεδομένης και της τεράστιας εμπειρίας της Β΄ Καρδιολογικής Κλινικής του Ιατρικού Διαβαλκανικού Θεσσαλονίκης και της ομάδας του Heart Center στην αντίστοιχη τοποθέτηση συσκευών.