Η μεσοκοιλιακή επικοινωνία αποτελεί μια, όχι πολύ συχνή, συγγενή καρδιοπάθεια. Δηλαδή ένα πρόβλημα της καρδιάς που είναι παρόν από τη γέννηση, και αναφέρεται σε μια ανωμαλία στο διάφραγμα που χωρίζει τις δύο κοιλίες της καρδιάς (την αριστερή και την δεξιά κοιλία). Αντί να είναι πλήρως κλειστό το διάφραγμα, υπάρχει μια οπή ή άνοιγμα που επιτρέπει στο αίμα να ρέει από τη μία κοιλία στην άλλη.
Οι περισσότερες μεσοκοιλιακές επικοινωνίες ή είναι μεγάλες από τη γέννηση και απαιτούν επειγόντως χειρουργική αντιμετώπιση ή είναι μικρές και συνήθως με την πάροδο των ετών μικραίνουν περισσότερο και ο ασθενής δεν αντιμετωπίζει προβλήματα.
Παρόλα αυτά, η μεσοκοιλιακή επικοινωνία σε κάποιο αριθμό ασθενών δεν κλείνει με την πάροδο του χρόνου και μπορεί κάποια στιγμή να αρχίσει να επιβαρύνει την καρδιά. Στις περιπτώσεις αυτές το άνοιγμα στο διάφραγμα επιτρέπει τη ροή του αίματος από την αριστερή κοιλία στη δεξιά κοιλία, γεγονός που αναμιγνύει το οξυγονωμένο αίμα με το φτωχό σε οξυγόνο αίμα. Αυτό μπορεί να προκαλέσει αυξημένη ροή αίματος στους πνεύμονες, επιβαρύνοντας την καρδιά και τους πνεύμονες με υπερβολική εργασία.
Η σοβαρότητα της μεσοκοιλιακής επικοινωνίας εξαρτάται από το μέγεθος της επικοινωνίας και την ποσότητα αίματος που ρέει από την αριστερή κοιλία στη δεξιά. Αν το άνοιγμα είναι μικρό, μπορεί να μην υπάρχουν εμφανή συμπτώματα. Σε μεγαλύτερες επικοινωνίες, τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν: Δύσπνοια (ειδικά κατά τη σωματική άσκηση ή κατά τη διάρκεια της σίτισης στα βρέφη), κόπωση και αδυναμία λόγω της αυξημένης πίεσης που απαιτείται για να αντληθεί το αίμα από την καρδιά, καθυστερημένη ανάπτυξη στα βρέφη και τα παιδιά, καρδιολογικό θρόισμα, πρησμένα πόδια ή οίδημα, αν η καρδιά αρχίσει να έχει προβλήματα με τη σωστή άντληση αίματος.
Η διάγνωση της μεσοκοιλιακής επικοινωνίας γίνεται κυρίως με ηχοκαρδιογράφημα , ηλεκτροκαρδιογράφημα και άλλες εξετάσεις εάν κριθούν αναγκαίες.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ασθενών με ανεπάρκεια μεσοκοιλιακής επικοινωνίας που μεγαλώνει πρέπει να γίνει επέμβαση: Είτε χειρουργική, είτε διαδερμική.
Διαδερμική επιδιόρθωση της μεοκοιλιακής επικοινωνίας
Η διαδερμική αντιμετώπιση, διατηρεί τα πλεονεκτήματα της αποφυγής του χειρουργείου, της γρήγορης αποκατάστασης, της γρήγορης ανάρρωσης, κ.α. Όταν όμως η μεσοκοιλιακή επικοινωνία είναι πάρα πολύ κοντά στην αορτική βαλβίδα και και το άνοιγμα της «ομπρέλας» μπορεί να παρενοχλήσει τη λειτουργία της βαλβίδας, τότε και μόνο, η χειρουργική λύση είναι προτιμητέα.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, αναλόγως του σημείου που βρίσκεται το έλλειμα της μεσοκοιλιακής επικοινωνίας (π.χ. στη μεμβρανώδη μοίρα ή στη μυϊκή μοίρα) διατίθενται ειδικές συσκευές για την απόφραξη του ελλείματος.
Η διαδερμική αντιμετώπιση του ελλείματος είναι εφικτή με εξαιρετικά αποτελέσματα, ταχύτατη αποκατάσταση, παραμονή μίας ημέρας στην κλινική. Η επικινδυνότητα της επέμβασης είναι κάτω του 1%, δεδομένης και της τεράστιας εμπειρίας της ομάδας του Heart Center στην αντίστοιχη τοποθέτηση συσκευών.
Πως γίνεται η επέμβαση της μεσοκολπικής επικοινωνίας
Ο καθετηριασμός περιλαμβάνει την τοποθέτηση ενός κλείστρου (συσκευής που κλείνει το άνοιγμα) μέσω ενός καθετήρα. Η διαδικασία γίνεται υπό γενική αναισθησία. Ο καθετηριασμός πραγματοποιείται μέσω μιας μικρής τομής στο βασικό μέρος της μηριαίας αρτηρίας ή σε άλλη κεντρική αρτηρία (συνήθως στο πόδι ή, πιο σπάνια, στο χέρι). Μέσω αυτής της τομής εισάγεται ο καθετήρας, ο οποίος είναι ένας λεπτός, εύκαμπτος σωλήνας που καθοδηγείται μέχρι την καρδιά με τη βοήθεια ειδικών εικόνων από ακτινοσκόπηση ή φθοριοσκόπηση (ο καθετήρας καθοδηγείται σε πραγματικό χρόνο παρακολουθώντας τις ακτινογραφίες).
Μόλις ο καθετήρας φτάσει στην καρδιά, γίνεται έλεγχος του μεγέθους και της θέσης της επικοινωνίας . Όταν επιβεβαιωθεί ότι η επικοινωνία είναι κατάλληλη για κλείσιμο, ο ιατρός χρησιμοποιεί ένα ειδικό κλείστρο (συνήθως από τιτάνιο ή άλλο βιοσυμβατό υλικό) που έχει σχήμα διπλής «μπάλας» ή πλέγματος, και είναι τοποθετημένο στην άκρη του καθετήρα. Ο καθετήρας προωθεί το κλείστρο στην περιοχή της επικοινωνίας και το ανοίγει εκεί, δημιουργώντας ένα «φράγμα» που κλείνει το άνοιγμα στο διάφραγμα. Το κλείστρο επικάθεται πάνω στο άνοιγμα και παραμένει εκεί για να αποτρέψει τη ροή αίματος από την αριστερή κοιλία στη δεξιά.
Μόλις το κλείστρο τοποθετηθεί, ο Επεμβατικός Καρδιολόγος ελέγχει την αποτελεσματικότητά του μέσω ηχοκαρδιογραφήματος για να βεβαιωθεί ότι το άνοιγμα έχει κλείσει και ότι δεν υπάρχει παροδική ροή αίματος που να περνάει από την επικοινωνία. Εάν το κλείσιμο είναι επιτυχές, τοποθετείται ένας επιδεικτικός καθετήρας για να επιβεβαιωθεί η απομάκρυνση οποιωνδήποτε αερίων ή άλλων υγρών, και στη συνέχεια αφαιρείται ο καθετήρας.