Η καρδιά έχει το δικό της ηλεκτρικό σύστημα που ελέγχει το ρυθμό του καρδιακού παλμού. Η εσφαλμένη σηματοδότηση σε αυτό το ηλεκτρικό σύστημα μπορεί να προκαλεί αρρυθμία, δηλαδή να κάνει την καρδιά να χτυπά ταχύτερα (ταχυκαρδία) ή βραδύτερα (βραδυκαρδία) του φυσιολογικού είτε με ακανόνιστο ρυθμό. Στις περιπτώσεις που ο καρδιακός ρυθμός είναι βραδύς (βραδυκαρδία) και ο ασθενής εμφανίζει συμπτώματα (ζάλη, λιποθυμία, αδυναμία, εύκολη κόπωση), συνιστάται η τοποθέτηση ενός βηματοδότη. Ο βηματοδότης είναι μια μικρή ηλεκτρονική συσκευή που χρησιμοποιείται για την αποκατάσταση του φυσιολογικού ρυθμού της καρδιάς σε άτομα με αρρυθμίες.
Ο Διευθυντής της Β΄Καρδιολογικής Κλινικής του Ιατρικού Διαβαλκανικού, Βλάσης Νινιός και η ομάδα του Heart Center, έχουν τεράστια εμπειρία στην τοποθέτηση κι αντικατάσταση σύγχρονων βηματοδοτών και αμφικοιλιακών βηματοδοτών, με εξαιρετικά αποτελέσματα.
Τι είναι ο βηματοδότης;
Ο βηματοδότης είναι μια μικρή συσκευή που τοποθετείται κάτω από το δέρμα, συνήθως κάτω από την κλείδα, για να βοηθά στη διατήρηση ενός υγιούς καρδιακού παλμού. Έχει μέγεθος μικρότερο από ένα παραδοσιακό σπιρτόκουτο και περιέχει μια μπαταρία και ηλεκτρονικά κυκλώματα που παράγουν ηλεκτρικά ερεθίσματα για να διεγείρουν την καρδιά, όταν χρειάζεται, καθώς επίσης και ένα ή δυο καλώδια, ανάλογα με τον αν είναι μονοεστιακός ή διπλοεστιακός.
Αν είναι μονοεστιακός (VVI), τότε ο βηματοδότης έχει ένα καλώδιο στο τοίχωμα της αριστερής κοιλίας. Αν είναι διπλοεστιακός (DDD), τότε εκτός από το καλώδιο της αριστερής κοιλίας έχει κι ένα καλώδιο στον αριστερό κόλπο της καρδιάς.
Ο βηματοδότης μπορεί να προγραμματιστεί και να ρυθμιστεί, ώστε να λειτουργεί με διαφόρους αλγορίθμους και να παρέχει ηλεκτρικές ώσεις με συγκεκριμένο ρυθμό ή ως απόκριση σε αλλαγές στην ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς.
Η διάρκεια ζωής ενός βηματοδότη μπορεί να φτάσει ως και τα 10 έτη, ανάλογα με το πόσο συχνά χρειάζεται να λειτουργεί η συσκευή.
Πότε ενδείκνυται η τοποθέτηση βηματοδότη;
Οι βηματοδότες χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία ορισμένων αρρυθμιών, δηλαδή προβλημάτων του καρδιακού ρυθμού, όπως η βραδυκαρδία (αργός καρδιακός παλμός), και μπορούν να βοηθήσουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς.
Οι αρρυθμίες οφείλονται σε πολλούς λόγους, όπως:
- Η φυσική διαδικασία της γήρανσης
- Κληρονομικά ή γενετικά αίτια
- Προηγούμενο έμφραγμα ή προβλήματα καρδιακής βαλβίδας/μυοκαρδίου
- Ιογενείς λοιμώξεις της καρδιάς
- Καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις, όπως αποκατάσταση ανεπάρκειας βαλβίδων, αορτοστεφανιαία παράκαμψη (bypass) και TAVI
Οι πιο κοινοί λόγοι για τους οποίους μπορεί να χρειαστεί βηματοδότης είναι οι εξής:
- Βραδυκαρδία
- Αποκλεισμός των δεματίων του σκέλους της καρδιάς, μια κατάσταση που αφορά σε δυσλειτουργία στο σύστημα της ηλεκτρικής αγωγιμότητας της καρδιάς.
- Λιποθυμία – Συγκοπή
Η ένδειξη τοποθέτησης βηματοδότη τίθεται μετά από διενέργεια καρδιογραφήματος ή holter ρυθμού.
Πώς γίνεται η τοποθέτηση βηματοδότη;
Οι βηματοδότες συνήθως εμφυτεύονται κατά τη διάρκεια μιας ελάχιστα επεμβατικής διαδικασίας που διαρκεί περίπου 30 έως 60 λεπτά για να ολοκληρωθεί, πραγματοποιείται με τοπική αναισθησία και είναι μία επέμβαση ρουτίνας.
Μετά την τοποθέτηση του βηματοδότη, οι ασθενείς παραμένουν στην κλινική για παρατήρηση για ένα βράδυ και λαμβάνει εξιτήριο την επομένη. Η αποκατάσταση μπορεί να διαρκέσει μερικές εβδομάδες, διάστημα κατά το οποίο οι ασθενείς χρειάζεται να περιορίζουν ορισμένες δραστηριότητες, καθώς η περιοχή της τομής επουλώνεται.
Ο ασθενής πρέπει να προσέρχεται ανά 6 μήνες για έλεγχο της συσκευής και της ορθής λειτουργίας της. Σε περίπτωση του εξαντληθεί η μπαταρία του βηματοδότη, γίνεται αλλαγή αυτής με μια καινούργια.