Το ανοικτό ωοειδές τρήμα(PFO) είναι μια επικοινωνία μεταξύ των δυο κόλπων της καρδιάς και αποτελεί εμβρυϊκό υπόλειμμα στο μεσοκολπικό διάφραγμα, δηλαδή τη μεμβράνη που χωρίζει του δυο άνω θαλάμους της καρδιάς, δηλαδή το δεξιό και τον αριστερό κόλπο. Το μεσοκολπικό διάφραγμα αποτελείται από ένα λεπτό «πέταλο» (πρωτογενές διάφραγμα) κι ένα πιο παχύ (δευτερογενές διάφραγμα).
Κατά την εμβρυϊκή ζωή, υπάρχει ένα κενό και οι δύο κόλποι της καρδίας επικοινωνούν ελεύθερα, προκειμένου να γίνεται οξυγόνωση του αίματος καθώς οι πνεύμονες δεν λειτουργούν και το οξυγόνο προσλαμβάνεται από την μητέρα μέσω πλακούντα και ομφάλιου λώρου. Μετά τη γέννηση, αυτά τα δύο «πέταλα» ενώνονται μεταξύ τους και κολλούν, ώστε να απομονωθεί πλήρως η αριστερή από τη δεξιά πλευρά της καρδιάς. Ωστόσο, σε ένα 10%-15% των ατόμων διατηρείται ένα μικρό «τούνελ» επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο «πέταλα» που διαφέρει ως προς το μέγεθος. Για το «τούνελ» αυτό, δηλαδή το ανοιχτό ωοειδές τρήμα, επι πολλές δεκαετίες η καρδιολογική εκτίμηση ήταν ότι δεν προκαλεί επιβάρυνση στην καρδιά, διότι η ποσότητα αίματος που κυκλοφορεί, είναι μικρή.
Οι περισσότεροι άνθρωποι με ανοικτό ωοειδές τρήμα περνούν όλη τους τη ζωή χωρίς συμπτώματα. Ενίοτε, σχετίζεται με την ημικρανία. Στην πραγματικότητα, το ανοικτό ωοειδές τρήμα ανακαλύπτεται συνήθως όταν οι ασθενείς υποβάλλονται σε εξετάσεις για άλλες καρδιακές παθήσεις ή σε έλεγχο μετά απο την πρόκληση εγκεφαλικού επεισοδίου καθώς και μετά από απόφραξη μιας συστηματικής αρτηρίας από θρόμβο.
Η διάγνωση του ανοικτού ωοειδούς τρήματος τίθεται έπειτα από υπερηχογραφική εξέταση. Το διαθωρακικό υπερηχογράφημα καρδιάς (triplex) μπορεί να δείξει την ανατομία, τη δομή και τη λειτουργία της καρδιάς και βοηθά στον εντοπισμό του ανοικτού ωοειδούς τρήματος. Αν το διαθωρακικό υπερηχογράφημα δεν αποδειχθεί διαφωτιστικό, τότε η διάγνωση μπορεί να γίνει με διοισοφάγειο υπερηχογράφημα ή με την εξέταση μελέτης φυσαλίδων. Σε αυτή την εξέταση, εγχέεται ενδοφλέβια φυσιολογικός ορός, ο οποίος έχει προηγουμένως αναδευτεί μέχρι να σχηματιστούν μικροσκοπικές φυσαλίδες. Οι φυσαλίδες ταξιδεύουν στο δεξιό κόλπο της καρδιάς κι εμφανίζονται στο υπερηχογράφημα. Επί παρουσίας ανοικτού ωοειδούς τρήματος, οι φυσαλίδες εμφανίζονται και στον αριστερό κόλπο της καρδιάς.
Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει φαρμακευτική θεραπεία με τη χορήγηση αντιαιμοπεταλιακής ή αντιπηκτικής αγωγής για να αποτραπεί η διέλευση θρόμβων μέσω του ανοίγματος. Η οριστική αντιμετώπιση επιτυγχάνεται με τη σύγκλειση του ανοικτού ωοειδούς τρήματος.
Κρυπτογενή εγκεφαλικά και ανοιχτό ωοειδές τρήμα
Υπήρχε πάντα η υποψία ότι το ανοιχτό ωοειδές τρήμα σχετίζεται με τα «κρυπτογενή» εγκεφαλικά επεισόδια σε νεαρά άτομα, δηλαδή όταν δεν ανευρίσκεται κατά τον έλεγχο κανένα άλλο πιθανό αίτιο, παρά μόνο το ανοιχτό ωοειδές τρήμα και ιδιαίτερα εάν το ίδιο άτομο έχει υποστεί δύο κρυπτογενή εγκεφαλικά.
Η υποψία επιβεβαιώθηκε με τη διαπίστωση ότι υπάρχει υψηλό ποσοστό εγκεφαλικών σε άτομα κάτω των 55-60 ετών με ανοιχτό ωοειδές τρήμα και χαλαρό μεσοκολπικό διάφραγμα, το λεγόμενο «ανεύρυσμα μεσοκολπικού διαφράγματος». Σήμερα, ο Οργανισμός Υγείας των ΗΠΑ (FDA) και οι Επιστημονικές Ενώσεις Νευρολόγων, Καρδιολόγων σε πολλές προηγμένες χώρες, υποστηρίζουν ότι υπάρχει απόλυτη ένδειξη για το κλείσιμο του ανοιχτού ωοειδούς τρήματος σε νεαρούς ασθενείς με κρυπτογενή εγκεφαλικά επεισόδια, διότι προστατεύει από το επόμενο εγκεφαλικό, σε ποσοστό 80%.
Σύμφωνα με τον Διευθυντή της Β΄ Καρδιολογικής Κλινικής του Ιατρικού Διαβαλκανικού, Βλάση Νινιό, οι νεαροί σε ηλικία ασθενείς που έχει υποστεί καρδιογενές εγκεφαλικό επεισόδιο, πρέπει να υποβάλλονται σε έλεγχο για την ύπαρξη ανοιχτού ωοειδούς τρήματος. Εάν η καρδιολογική εξέταση επιβεβαιώσει την ύπαρξή του ενώ δεν έχει ανευρεθεί άλλη αιτία, τότε υπάρχει απόλυτη ένδειξη για επέμβαση σύγκλεισης του ωτίου, προκειμένου να αποφευχθεί ένα νέο εγκεφαλικό.
Διαδερμική επέμβαση ανοιχτού ωοειδούς τρήματος
Η διαδερμική σύγκλειση του ανοικτού ωοειδούς τρήματος είναι μια ελάχιστα επεμβατική διαδικασία που πραγματοποιείται με τοπική νάρκωση και χωρίς τομή στο στέρνο, αλλά διαδερμικά, δηλαδή από διαμέσου μιας φλέβας στο μηρό.
Η επέμβαση γίνεται διαδερμικά με τοπική νάρκωση. Ο επεμβατικός καρδιολόγος εισάγει στη μηριαία φλέβα έναν μικροκαθετήρα από τον οποίο διέρχονται τα χειρουργικά εργαλεία. Διαμέσου της μηριαίας φλέβας και υπό την καθοδήγηση διοισοφάγειου υπερηχογραφήματος, φτάνει στο ανοιχτό ωοειδές τρήμα. Εκεί τοποθετεί μια ειδική συσκευή που μοιάζει με «ομπρελίτσα» και η οποία φέρει δύο δίσκους. Ο ένας τοποθετείται από την αριστερή πλευρά και ο άλλος από τη δεξιά, έτσι ώστε να σφραγιστεί το άνοιγμα και να κλείσει οριστικά η επικοινωνία των δυο κόλπων της καρδιάς. Η παραμονή στην κλινική διαρκεί ένα 24ωρο.
Η ομάδα του Heart Center – Β΄ Καρδιολογική Κλινική, έχει διενεργήσει περισσότερες από 700 επεμβάσεις κατά τα τελευταία 15 χρόνια, χωρίς επιπλοκές ακόμη και για μεγάλης ηλικίας άτομα. Σε ποσοστό 2% προκλήθηκε επεισόδιο κολπικής μαρμαρυγής, αυτοτερματιζόμενο κατά τον πρώτο μήνα.