Οι διαταραχές του καρδιακού ρυθμού διακρίνονται σε ταχυ- και σε βραδυ-αρρυθμιες. Μπορεί να είναι καλοήθεις (υπερκοιλιακες ταχυκαρδίες) αλλά και επικίνδυνες για τη ζωή του ασθενούς (κοιλιακές ταχυκαρδίες).
Επίσης, η παρουσία συγκεκριμένων αρρυθμιών (κολπική μαρμαρυγή) προδιαθέτει στην δημιουργία θρόμβων και προκαλεί συχνότερα εγκεφαλικά επεισόδια.
Αν διαγνωστούν κοιλιακές ταχυκαρδίες πρέπει να χορηγούνται φάρμακα η και να τοποθετείται απινιδωτης.
Η παρουσία κολπικής μαρμαρυγής απαιτεί τη χορήγηση αντιπηκτικών για την πρόληψη εγκεφαλικών επεισοδίων και ανάλογα τη χορήγηση αντιαρρυθμικων φαρμάκων, την καταλυση της αρρυθμίας η την ηλεκτρική ανάταξη.
Η διάγνωση τους γίνεται με την τοποθέτηση Holter ρυθμού 24 ή 48 ωρών. Έτσι επιτυγχάνεται η συνεχής καταγραφή του ηλεκτρογραφηματος (ΗΚΓ) του ασθενούς για 24 ή 48 ώρες αντίστοιχα και εν συνεχεία η αξιολόγηση του από τον καρδιολόγο. Σημαντική είναι και η πιθανή συσχέτιση των συμπτωμάτων του ασθενούς κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή με την καταγραφή των αρρυθμιών και γίνεται με την αντιπαραβολή των συμβαματων στο Holter με την ώρα που ο ασθενής ένιωσε τα συμπτώματα (π.χ. ζάλη).
Σε περίπτωση που κατά την 24ωρη η και 48ωρη καταγραφή δεν προκύψουν συμβαματα, αλλά ο ασθενής έχει επαναλαμβανόμενα συμπτώματα (συγκοπτικα) μπορούμε να τοποθετήσουμε υποδόρια έναν καταγραφέα συμβαματων (eventrecorder) εν είδει βηματοδότη και αυτός να παραμείνει για εβδομάδες ή και μήνες ώστε να καταγραφούν τελικά και να μπορέσουμε να παρέμβουμε αντίστοιχα, θεραπευτικά. Η τοποθέτηση διαρκεί λίγα λεπτά και στη συνέχεια ο ασθενής μπορεί να πάει στο σπίτι του.
Στη μελέτη των αρρυθμιών κομβικό ρόλο παίζει και το τεστ κοπώσεως (δοκιμασία κοπώσεως) ή το stress echo με εργομετρικό ποδήλατο, μέσω των οποίων ελέγχεται κατά πόσο οι αρρυθμίες εμφανίζονται κατά την κόπωση, όταν οι ανάγκες της καρδιάς σε αίμα και οξυγόνο είναι αυξημένες, και έμμεσα αποτελεί μια ένδειξη για την ύπαρξη στεφανιαίας νόσου.